Το Βαρόμετρο της Ψυχής
Για να γίνω πιο σαφής, θα πάρω ως παράδειγμα ένα μέρος της δουλειάς μου με τον Ρ. Νιοτσίμ, που είχε σαν επίκεντρο τη φωνή. Ποιος ήταν επιγραμματικά ο στόχος μιας τέτοιας βιωματικής εμπειρίας; Τι σημαίνει στην πράξη (γιατί το σώμα σημαίνει πράξη, δράση) “αναδύω την ίδια τη Ζωή και τις πρωτογενείς της (κι όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) ενέργειες μέσα από τη φωνή”; Τι εμπεριέχει αυτή η προσπάθεια; Ο ίδιος ο Νιοτσίμ λέει κάπου για τα βιωματικά σεμινάριά του πάνω στη φωνή, τις “ηχήσεις” (soundings) όπως τα ονομάζει:
“Η Φωνή είναι το βαρόμετρο της Ψυχής… Οι Ηχήσεις αποτελούν μια σε βάθος εργασία με τη Φωνή, η οποία περιλαμβάνει την επανακάλυψη των ζωτικών συνδέσεων της φωνής με την αναπνοή, το σώμα και την εικόνα. Μέσα σ’ αυτά μπορεί κανείς να δει τη Φωνή όχι σαν κτήμα του, ‘η φωνή μου’, αλλά σαν τη Φωνή, μια αντικειμενική κι ανεξάρτητη δύναμη μέσα στο σώμα. Ανακαλύπτει τις ατομικές κι ιδιαίτερες εικόνες μέσα του, ικανές ν’ απελευθερώσουν τη Φωνή από τα μπλοκαρίσματά της… κι ακόμα πιο πέρα, τη δυνατότητα ν’ απελευθερώσει τη Φωνή από τους πολιτισμικούς περιορισμούς της και να εμπειραθεί έτσι τις φωνές των προγόνων που ζούνε μέσα σε κάθε άνθρωπο”.
Το Βλέμμα της Αθωότητας
Ο καθένας μας, έτσι κι εγώ, μπαίνει σε μια τέτοια εργασία με τους δικούς του φωνητικούς περιορισμούς οι οποίοι αντανακλούν μπλοκαρίσματα ψυχής. Η Φωνή ως βαρόμετρο, από αρκετά νωρίς στην εργασία, δείχνει σ’ αυτόν που έχει πρόθεση να ριψοκινδυνεύσει ένα άλμα έξω από το πλαίσιο της στερεοτυπίας, τα “τυφλά” του σημεία, τα σημεία που ο νους, η εκπαίδευση που πήρε, τα “πρέπει” και “δεν πρέπει” του έχουν μπλοκάρει την πρωτογενή ενέργεια της Ζωής από το να ρέει άφοβα και αβίαστα στο σώμα και στην ύπαρξή του.
Μέσα σ’ αυτό που μου φάνηκε σαν ατέλειωτες ώρες επίμονης δουλειάς, πέρασα από διάφορες εμπειρίες, τόσο σωματικές όσο και συναισθηματικές. Όταν έγινε το άλμα, που θα το χαρακτήριζα για μένα σαν το “πέρασμα από τρύπα βελόνας”, βρέθηκα “αλλού”. Εκεί ακριβώς που ήμουν κι όμως “αλλού”. Ήταν σαν να ανακάλυπτα ξανά αυτό, που θα χαρακτήριζα ως “το βλέμμα της αθωότητας”. Ένα ξέφωτο που δεν είχε να κάνει ούτε με μεταφυσική εμπειρία, ούτε με τη μέθη του υπερβατικού. Ήταν κάτι πολύ πραγματικό, απτό και προπάντων απλό! Μπορούσα να αισθανθώ στο σώμα πια το άνοιγμα του θώρακα, την ελευθερία της Φωνής ποιοτικά, την αλλαγή στο βάδισμα και στην κίνηση της σπονδυλικής στήλης, ενώ σε συναισθηματικό επίπεδο, το ξέφωτο είχε κάτι από χαρά.
Η έννοια της απλότητας σε μια τέτοια διαδικασία είναι νευραλγικής σημασίας. Είναι ακριβώς η συνάντησή μας μ’ αυτήν που δείχνει γλαφυρά τη ζημιογόνο δράση της διανοητικής περιπλοκότητας στη Ζωή μας, κι επιβεβαιώνει γι’ ακόμα μια φορά το πόσο ουσιαστικά είναι τα απλά πράγματα. Μας ζητήθηκε κάτι απλό σ’ αυτή την ομάδα εργασίας: να τραγουδήσουμε ένα παιδικό τραγούδι. Πάνω εκεί ακριβώς είδαμε τη κακοποίηση που επέφερε η συνθετότητα της διάνοιας πάνω στο σώμα και στη φωνή!
Στη συνέχεια κάναμε κάτι απλούστερο: επιμέναμε, με προτροπή του Ρίτσαρντ, στην επανάληψη του τραγουδιού μέχρι να φανούν οι φωνητικές χαραμάδες απ’ όπου η πρωτογενής ενέργεια της Ζωής πάσχιζε ν’ αναδυθεί. Κι ύστερα πολύ απλά πάλι, χωρίς σύνθετες αναλύσεις και λεκτικούς ακροβατισμούς βγήκαμε, κάποιοι από εμάς, στο γεμάτο απλότητα περίβολο της Ζωής. Απ’ τη μια, όλα άλλαξαν ενώ ταυτόχρονα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η αίθουσα η ίδια, η ζέστη, ο ιδρώτας, το σώμα… όλα γνωστά και οικεία. Η θέαση του κόσμου άλλαξε από ένα βλέμμα που ήταν πάντα εκεί και περίμενε το δικό μας κάλεσμα.
Δεν υπάρχει τίποτα “θαυματουργό” σ’ αυτή τη διαδικασία, αν κι ακούγεται σαν τέτοιο. Είναι συνήθως τόσο μεγάλη η απομάκρυνσή μας απ’ τις πρωτογενείς ενέργειες σώματος και ψυχής, που μοιάζει με θαύμα όταν κανείς αγγίξει την “κατά φύση” κατάσταση! Ούτε υπάρχει κάτι ρομαντικό στην επανασύνδεση μ’ αυτές τις ενέργειες. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η καθημερινή μας ζωή, η σχέση με το σώμα, τα συναισθήματα και τις βαθύτερες ενατενίσεις μας, γίνεται πια με τέτοιο “παρά φύση” ορθολογιστικό τρόπο λειτουργίας που έχουμε απολέσει την ολότητα του όντος.
Κι όταν μέσα από προσπάθεια, που δεν χαρακτηρίζεται από κάποια διανοητική ή άλλη περιπλοκότητα, κινητοποιηθούν εσωτερικά κέντρα δύναμης και βιωθούν απτά, απλά και σε τούτη δω την πραγματικότητα, το όλο ζήτημα παίρνει διαστάσεις πολυτελείας, μοιάζει με “μεταφυσική εμπειρία” που όμως δεν είναι! Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η γοητεία κι η ομορφιά του πράγματος!
Κλείνοντας…
Επιτρέποντας στο σώμα να εμπειραθεί την α-λήθειά του, αυτό που γίνεται στην ουσία είναι σύνδεση ψυχής-σώματος, γιατί είναι αδύνατον το σώμα να γίνει φορέας αλήθειας, αν το ψυχικό όργανο “απουσιάζει”. Η δημιουργική δύναμη είναι το προϊόν της Ολότητας του ανθρώπινου όντος κι όχι των μεμονωμένων τμημάτων του.
“Ωστόσο, η δημιουργική δύναμη”, γράφει η Μαρία Στεφανοπούλου στο βιβλίο της για τη δουλειά με τον Γκροτόφσκι, “δεν είναι η ικανότητα να μετασχηματίζουμε αυτό που ήδη υπάρχει κάνοντάς το να γίνεται άλλο απ’ αυτό που είναι. Μήτε η δυνατότητα να φανταζόμαστε την αλήθεια. Η δημιουργική δύναμη είναι μάλλον η ικανότητα να αποκαλύπτουμε αυτό που είναι (κι ‘αυτό που υπήρξε’), ν’ αποκαλύπτουμε την αλήθεια αρχίζοντας πάντα από τη ‘πράξη του αφοπλισμού’. Η δημιουργική ενέργεια δεν είναι πρόσχημα μήτε μια κάλυψη, αλλά ένας τρόπος ολοκλήρωσης, προσωπικής και κοινωνικής πραγμάτωσης. Ίσως αυτό να θυμίζει πάλι την ψυχαναλυτική διεργασία, με τη διαφορά όμως ότι η έρευνα του Γκροτόφσκι, στρέφεται λιγότερο προς αυτό που λέμε γνώση του εαυτού και περισσότερο προς την πράξη της δημιουργίας του εαυτού”.