της Μαρίας Σταματιάδου
Συνάντησα τον Φρειδερίκο Νίτσε στην Άνω Εγκαντίν των Απεννίνων -σε μία από τις πολλαπλές επιστροφές του μέσα στο χρόνο…- εκεί όπου πριν από 123 περίπου χρόνια, τον Αύγουστο του 1881, συνέλαβε σε κατάσταση πρωτόγνωρης έκστασης την Ιδέα-Αποκάλυψη της Αιώνιας Επιστροφής. Θεωρήθηκε «σκοτεινός φιλόσοφος», βλάσφημος, ταυτίστηκε πολλές φορές με το σκαιώδες και το αμαρτωλά αιρετικό, παρερμηνεύτηκε κι ενοχοποιήθηκε -ίσως όσο κανένας άλλος- εξαιτίας των παθιασμένων του διακηρύξεων για τον «Άνθρωπο της Δύναμης». Ο ίδιος, στην παραφροσύνη των τελευταίων χρόνων του έλεγε: «Είμαι φως!», ταυτίζοντας το φωτεινό με το αρχαιοελληνικό διονυσιακό, τον εαυτό του ίσως με τον Διόνυσο. Για μένα, που μυστηριακά με εμπνέει από τα γυμνασιακά μου χρόνια, ο Νίτσε αγγίζει τα όρια της «περιθωριακής», θα λέγαμε, αγιοσύνης…
Κύριε Νίτσε, την πρώτη φορά που ήρθατε εδώ και συλλάβατε την ιδέα της Αιώνιας Επιστροφής, είχατε πει –με το στόμα του Ζαρατούστρα– ότι θα ξανάρθετε, όχι για μια νέα ή για μιαν άλλη ζωή, αλλά για την ίδια τη ζωή κι ότι θα διδάξετε για μιαν ακόμη φορά την Αιώνια Επιστροφή. Να περιμένουμε λοιπόν την εκ νέου διδασκαλία σας;
Η αποκάλυψη δεν είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας. Σ’ αυτό το σημείο που στεκόμαστε τώρα, έζησα το μεγάλο ποιητικό όραμα. Είναι αλήθεια ότι θέλησα να το αποδείξω και να το διδάξω, ομολογώ όμως ότι ήταν λάθος, το οποίο κατάλαβα σύντομα.
Γιατί ήταν λάθος;
Σας είπα. Οι μεγάλες αποκαλυπτικές αλήθειες είναι αναπόδεικτες και αμεταβίβαστες. Αυτό το κατάλαβα ακόμη καλύτερα όταν αποφάσισα να ασκηθώ στις φυσικές επιστήμες για να μπορέσω να αποδείξω την Αιώνια Επιστροφή: εγκατέλειψα αμέσως την προσπάθεια, το εγχείρημά μου ήταν αδύνατο.
Τώρα όμως βρίσκεστε εδώ, 123 χρόνια μετά, όπως το είχατε υποσχεθεί…
…Και σε λίγο δεν θα βρίσκομαι εδώ! Και γιατί να σημαίνει κάτι αυτό; Το περιεχόμενο της αλήθειας είναι το παροδικό, το ετοιμόρροπο, το φθαρτό! Γι’ αυτό δεν μπορεί να μεταβιβαστεί. Δεν υπάρχει «είναι», μόνο «γίγνεσθαι». Η παρουσία μου τώρα είναι εξαιρετικά παροδική, θα εναλλαχθεί άπειρες φορές με σειρά απουσιών και παρουσιών, σε συνεχή κίνηση. Εσείς οι Έλληνες θα έπρεπε να είστε περισσότερο εξοικειωμένοι μ’ αυτήν την ιδέα. «Τα πάντα ρει» δίδαξε πρώτος ο δικός σας Ηράκλειτος.
Το ελληνικό πνεύμα, ιδιαίτερα όπως εκφράστηκε στην αρχαία τραγωδία, σας γοήτευε πάντα. Η αιτία της δημιουργίας της ήταν ο θεός Διόνυσος, με τον οποίο μάλιστα κάποιες φορές ταυτιστήκατε. Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτήν τη σχέση σας με το «θαύμα του ελληνικού πνεύματος», όπως αποκαλέσατε ο ίδιος την τραγωδία.
Το κεντρικό πρόσωπο στην αρχαιοελληνική τραγωδία είναι πάντα ο Διόνυσος. Αρχικά ήταν ο θεός ο ίδιος, αργότερα ζούσε μέσα στα διάφορα προσωπεία του, του Οιδίποδα, του Προμηθέα κλπ. Το πνεύμα του διέπει και κυβερνά όλον το Χορό, αποσυνθέτει τις ατομικότητες και ωθεί στο αίσθημα της αρχέγονης ενότητας. Είναι καταπληκτικό ότι στη διονυσιακή αυτή κατάσταση μετέχουν όλοι εκστατικά, ακόμη και οι «θεατές», αισθανόμενοι τον εαυτό τους σαν τον ίδιο τον θεό. Είναι φανερό ότι οποιαδήποτε αίσθηση του απολλώνιου «μέτρου» σωριάζεται μπροστά στην ιερή μανία, την έξαψη του διονυσιασμού. Το όνειρο αποδεικνύεται πιο πραγματικό από την πραγματικότητα.
Θεωρείτε ότι ο ύψιστος στόχος του ανθρώπου είναι η βίωση της αρχέγονης ενότητας. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Οι άνθρωποι αποτελούμε την εξωτερική φαινομενικότητα της φύσης μας, στην οποία (φαινομενικότητα) εμπεριεχόμαστε ολόκληροι και ακέραια, ως όντα, ως πραγματικότητες. Ο στόχος μας είναι να φτάσουμε στο απόλυτο Ον που αποτελεί την έκφραση της αρχέγονης ενότητας, να περάσουμε δηλαδή από τη φαινομενικότητα στην ουσία της φύσης μας. Για να μπορέσει να συμβεί αυτό, είναι ανάγκη το απόλυτο Ον να απελευθερωθεί από τη φαινομενικότητα. Από τη στιγμή όμως που εμείς οι άνθρωποι βρισκόμαστε καθ΄ ολοκληρία μέσα σ’ αυτήν, το απόλυτο Ον καθίσταται, ως εκ τούτου, ένα «μη Ον». Εννοούμε ότι δεν υπάρχει ως ον παγιωμένο, αλλά η αρχέγονη ενότητα ουσιαστικά είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι μέσα στην εμπειρική πραγματικότητα, τη φαινομενικότητα που μάς εμπεριέχει.
Ακούγοντας το συλλογισμό σας για το «μη Ον», γεννήθηκε στο μυαλό μου ένας συνειρμός που μπορεί να σας φανεί παράλογος, δεν μπορώ όμως να αποφύγω τον πειρασμό να τον αναφέρω: Η σκέψη μου ταξίδεψε στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στη ρήση του: «Αν με ρωτούσαν αν υπάρχει Θεός, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει, γιατί ο Θεός δεν “υπάρχει” με τον τρόπο που εννοούμε με το ρήμα “υπάρχω”». Νομίζω ότι χωρίς να το γνωρίζετε, εκφράζετε τον αποφατισμό του αγίου.
Δεν γνωρίζω τίποτα για τον άγιο που μου αναφέρετε. Γενικότερα, η γνώση μου για την Ορθοδοξία είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ τον εαυτό μου δριμύτατο επικριτή του χριστιανικού πνεύματος, όπως άλλωστε και κάθε άλλης κατεστημένης σκέψης ή τάξης.
Ίσως γιατί γνωρίσατε αυτή μόνο την πλευρά του Χριστιανισμού. Αν ερχόσασταν σε επαφή με τη βιωματική, τη μη θρησκειοποιημένη πίστη, θα δεχόσασταν να επανεξετάσετε τη στάση σας;
Θα έπρεπε να πειστώ για το ότι δεν διαιωνίζει κανένα κατεστημένο, δεν ανήκει στην υπηρεσία καμίας ιδεολογίας. Από τα ιστορικά δεδομένα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πειστώ για κάτι τέτοιο. Οι θρησκείες χρεοκόπησαν, οι θεοί πέθαναν. Αν βέβαια μπορούσα να πειστώ για το ότι το δικό μου «μη Ον» σχετίζεται με κάποιο τρόπο με τον «μη υπάρχοντα Θεό» του αγίου που αναφέρετε, θα αποτελούσε για μένα έκπληξη θαυμαστή.
Μετά απ’ αυτήν την παρένθεση, μπορείτε να συνεχίσετε την περιγραφή της διονυσιακής κατάστασης, που τόσο σας μαγεύει;
Αναζητώντας λοιπόν οι άνθρωποι το βαθύ κι αιώνιο «Εγώ» τους –την ουσία δηλαδή της ύπαρξής τους– αντικρίζουν την οδύνη της διάψευσης: Μία υπαρκτική άβυσσος χωρίζει την εμπειρική πραγματικότητα από την αιώνια Ουσία της. Ο διονυσιασμός φέρει ταυτόχρονα μαζί του τη φρίκη της ύπαρξης. Ο «Άνθρωπος της Δύναμης» είναι ακριβώς αυτός που αντέχει την αλήθεια και τη φρίκη της διονυσιακής αυτής κατάστασης… Κι ακόμη πιο πέρα, ο Άνθρωπος της Δύναμης είναι αυτός που γίνεται Δημιουργός, που μέσα στη διαδικασία της διονυσιακής γνώσης καταλύει κάθε παγιωμένη αξία της «πραγματικότητας», εγκαθιστώντας συνεχώς καινούργιες, σε εναλλαγή ρόλων δίχως τέλος… Προσπαθώντας να ψηλαφίσει την αιωνιότητα. Έτσι ακριβώς γεννήθηκε η τραγωδία απ’ τους προγόνους σας: Μέσα από την αρχέγονη οδύνη του διονυσιακού ανθρώπου, μπροστά στη διαπίστωσή του ότι καμία δράση δεν μπορεί να μεταβάλει τίποτα απ’ την αιώνια ουσία των πραγμάτων.
Πώς είναι δυνατόν τόσο ισχυρή απόγνωση να αποτελέσει πηγή τόσο υψηλής δημιουργίας;
Η διονυσιακή αυτή απόγνωση θα ήταν πραγματικά αφόρητη για την αφυπνισμένη ανθρώπινη ύπαρξη αν δεν εναλλασσόταν με το πνεύμα της απολλώνιας αρμονίας και του «μέτρου», δηλαδή της αυταπάτης, για να γίνει υποφερτός ο πόνος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα απ’ την αλληλεπίδραση του διονυσιακού και του απολλώνιου πνεύματος, γεννήθηκε η τραγωδία, η τέχνη που κάνει τη ζωή υποφερτή, ξεπερνώντας τη φρίκη της, υποτάσσοντας την επώδυνη έκσταση στην ακτινοβόλα επιθυμία του ονείρου, στην ποιητική αρμονία, στην ευρυθμία και την ομορφιά. Ο καλλιτέχνης κατά βάθος γνωρίζει ότι και οι δύο αυτές καταστάσεις, γενεσιουργές της τέχνης του, αποτελούν απλώς εκφράσεις του φαινομενικού κόσμου, στον οποίο, όπως είπαμε, όλοι εμπεριέχονται.