Rene Geunon
Από τα πανάρχαια χρόνια οι άνθρωποι παρομοίαζαν την καρδιά με ένα σπήλαιο. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι κατεξοχήν τα σπήλαια χρησιμοποιούνταν ως χώροι μύησης στα αρχαία μυστήρια και θεωρούνταν πνευματικά κέντρα.
Την ίδια έννοια του κέντρου έχει και η καρδιά, τόσο για το μικρόκοσμο όσο και για το μακρόκοσμο, με άλλα λόγια, είτε αναφερόμαστε στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και κάθε ζωντανού πλάσματος, είτε στο κέντρο του κόσμου.
Η συμβολική αυτή σχέση καρδιάς-σπηλαίου απέκτησε με τα χρόνια μια ξεχωριστή σημασία και σπουδαιότητα που αξίζει να διερευνήσουμε.
ΤΟ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΚΕΝΤΡΟ
Το «σπήλαιο της καρδιάς» είναι μια κωδική έκφραση που απαντάται σε πολλές αρχαίες παραδόσεις. Στα σανσκριτικά, για παράδειγμα, η λέξη guhā υποδηλώνει γενικά τη σπηλιά αλλά επίσης και την εσωτερική κοιλότητα της καρδιάς, άρα την ίδια την καρδιά.
Η «σπηλιά της καρδιάς» λοιπόν είναι το ζωτικό κέντρο όπου εδράζεται όχι μόνο το jīvātmā, η αθάνατη ουσία της ζωής, αλλά και το Atmā, ο Εαυτός, που ταυτίζεται με τον ίδιο τον Μπράχμα, τον δημιουργό.
Η λέξη guhā προέρχεται από τη ρίζα guh, που σημαίνει «καλύπτω» ή «κρύβω», όπως επίσης και η ρίζα gup, που ισχύει για οτιδήποτε είναι κρυφό ή δεν εκφράζεται εξωτερικά, και είναι ταυτόσημη με την ελληνική λέξη κρυφός, ενώ η λέξη κρύπτη είναι συνώνυμη της σπηλιάς.
Οι ιδέες αυτές συνδέονται με την έννοια του κέντρου, καθώς αναφέρονται στο πλέον εσωτερικό και άρα πιο κρυφό σημείο, όπως επίσης και στο μυητικό μυστικό, είτε από μόνο του είτε όπως αυτό συμβολίζεται από το μέρος όπου λαμβάνει χώρα η μύηση: ένα μέρος «κρυμμένο» ή «καλυμμένο», απρόσιτο δηλαδή στους αμύητους, είτε επειδή φυλάσσεται από μια λαβυρινθώδη δομή είτε επειδή κρύβεται κατά έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο (για παράδειγμα οι ναοί δίχως πόρτες στις μυήσεις της Άπω Ανατολής).
Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί πως αυτή η κρυφότητα ή μυστικότητα, η οποία χαρακτηρίζει τα πνευματικά (μυητικά) κέντρα, υπονοεί ότι η παραδοσιακή αλήθεια δεν είναι πλέον προσιτή στην πληρότητά της σε όλους, πράγμα που σηματοδοτεί μια περίοδο «συσκότισης», τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό.
ΜΙΑ ΑΝΤΙΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ
Ας επιστρέψουμε όμως σε αυτό που, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, κρύβεται στο «σπήλαιο της καρδιάς»: πρόκειται για την αρχή του όντος, η οποία, σε αυτήν την κατάσταση του εγκλεισμού, συγκρίνεται με αυτό που είναι το μικρότερο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για το μεγαλύτερο, όπως το σημείο χωρικά είναι άπειρα μικρό, έως και ανύπαρκτο, αλλά παράλληλα είναι η αρχή από την οποία παράγεται όλος ο χώρος.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον αριθμό ένα, που εμφανίζεται ως ο μικρότερος των αριθμών, ενώ στην πραγματικότητα τους περιέχει δυνητικά όλους.
Βρίσκουμε λοιπόν εδώ την έκφραση μιας αντιστραμμένης σχέσης: το εξαιρετικά μικρό αφορά το κρυμμένο και αόρατο, το οποίο για τον μυούμενο δεν είναι ακόμα παρά κάτι εικονικό, όντας ταυτόχρονα η αρχή της πνευματικής του ανάπτυξης.
Από αυτή την άποψη, η σπηλιά είναι ο τόπος όπου λαμβάνει χώρα η μύηση, δηλαδή η «δεύτερη γέννηση».
Στη σύνδεση αυτή αναφέρονται ορισμένα αρχαία κείμενα, όπως η Κάθα Ουπανισάδα, ως εξής: «Ξέρε πως το Agni, που είναι το θεμέλιο του αιώνιου πρωταρχικού κόσμου, κρύβεται στο σπήλαιο της καρδιάς».
Αυτό το κείμενο αναφέρεται στη μικροκοσμική τάξη, στη «δεύτερη γέννηση» και στο επίσης μακροκοσμικό της ανάλογο, τη γέννηση του Avatara, δηλαδή του ενσαρκωμένου Θεού.
ΤΑ ΔΥΟ ΑΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΕΝΩΜΕΝΑ
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι αυτό που κατοικεί στην καρδιά είναι η αθάνατη ουσία της ζωής αλλά και ο Εαυτός. Η διάκριση ωστόσο αυτή δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση καθώς υπάρχει μόνο σε σχέση με την εκδήλωση των πραγμάτων και όχι στην απόλυτη πραγματικότητα όπου τα πάντα είναι ένα. Το κείμενο στις Ουπανισάδες συνεχίζει λέγοντας πως «εκείνοι που γνωρίζουν τον Μπράχμα αποκαλούν αυτά τα δυο φως και σκοτάδι».
Έναν ανάλογο συμβολισμό χρησιμοποιεί και ο αρχαίος Έλληνας γιατρός Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ.), αντιστοιχώντας τα δυο παραπάνω με τα δυο ημισφαίρια, ένα σκοτεινό και ένα φωτεινό.
Από την άλλη, αυτά τα δυο (το Atmā και το jīvātmā) είναι επίσης «δυο πουλιά στο ίδιο κλαδί» που, όπως αναφέρονται σε άλλα κείμενα (Μουντάκα Ουπανισάδα), είναι «αξεχώριστα ενωμένα», επειδή στην πραγματικότητα είναι ένα.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως το δέντρο, όπως και το βουνό, είναι αρχαία σύμβολα του κάθετου άξονα του πλανήτη και κατ’ επέκταση του κόσμου. Η σπηλιά, επειδή βρίσκεται κάτω ή μέσα στο βουνό, είναι επίσης πάνω στον άξονα, καθώς είναι το σημείο όπου το ατομικό ενώνεται με το συμπαντικό.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως στο συμβολισμό «σπήλαιο-καρδιά» συναντάμε την ένωση αυτών που στη συνηθισμένη μας κατάσταση συνειδητότητας βλέπουμε ως πολικά αντίθετα: του ατόμου και της παγκόσμιας ουσίας, του μικρότερου και του μεγαλύτερου, του ενός και όλων.
Συνειδητοποιώντας κανείς πραγματικά αυτήν την ένωση, η παράδοση λέει, ξαναγεννιέται και μυείται στο μυστήριο της ζωής…
O Rene Guenon (1886-1951) υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του 20ού αιώνα. Αφού εντρύφησε για χρόνια στη δυτική απόκρυφη παράδοση και υπήρξε ενεργό μέλος των πιο σημαντικών μυητικών σχολών της εποχής του, το 1912 ασπάστηκε το Ισλάμ και μυήθηκε στο Σουφισμό, που ακολούθησε ως το τέλος της ζωής του. Παράλληλα δεν έπαψε να μελετάει τις μεγάλες παραδόσεις της Ανατολής, αφήνοντας πίσω του ένα πολύ σημαντικό συγγραφικό έργο.
Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΑΒΑΤΟΝ 130.