του Φίλιππου Αϊβάζη 

OI 5 EYXES

Θυμάμαι ήταν πρωί Δευτέρας, όταν άνοιξα το email μου και είδα το μήνυμα ενός φίλου με τίτλο: Πέντε Ευχές πριν το Θάνατο. «Καλή βδομάδα και σ’ εσένα Νώντα», ψιθύρισα, καθώς σκεφτόμουν αυτό που λένε, ότι όπως ξεκινά η εβδομάδα σου έτσι και θα εξελιχθεί. Ωστόσο, το μήνυμα αυτό καθαυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ήταν ένα άρθρο της Guardian για την Αυστραλή νοσοκόμα Bronnie Ware, η οποία για πολλά χρόνια φρόντιζε ετοιμοθάνατους ασθενείς. Μέσα από την πολυετή εμπειρία της, η Ware συνειδητοποίησε πως υπήρχαν πέντε πράγματα για τα οποία σχεδόν όλοι μετάνιωναν καθώς πλησίαζαν στο τέλος – πέντε πράγματα που όλοι θα ήθελαν να είχαν κάνει διαφορετικά. Ωστόσο, όσο διάβαζα τη λίστα της Ware, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι αν και ήταν τα λόγια ανθρώπων λίγο πριν το τέλος τους, στην πραγματικότητα ήταν εξαιρετικά επίκαιρα ακόμη και για έναν άνθρωπο στη νεότητά του. Κατά έναν πολύ άμεσο και επιτακτικό τρόπο αφορούσαν την ίδια τη ζωή και μετέφεραν ένα μήνυμα σημαντικό που μάλλον αξίζει όλοι να ακούσουμε.

 «Μακάρι να είχα το κουράγιο να ζήσω μια ζωή αληθινή προς τον εαυτό μου, όχι τη ζωή που οι άλλοι περίμεναν από μένα»

Οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουμε πόσο μάς επηρεάζουν οι προσδοκίες που έχουν για εμάς οι άνθρωποι γύρω μας. Από παιδιά ακούμε διαρκώς παραινέσεις από τους γονείς και τους δασκάλους μας – ακούμε πως πρέπει να είμαστε καλύτεροι μαθητές ή να συμπεριφερόμαστε σωστά. Τέτοιες προτροπές, αν και απαραίτητες φαινομενικά, λειτουργούν ως αξίες με τις οποίες καλούμαστε να ζήσουμε, με αποτέλεσμα αντί να λειτουργούμε σε αρμονία με το ποιοι αληθινά είμαστε, να πασχίζουμε να γίνουμε αυτό που πρέπει (σύμφωνα με ένα εξωτερικό πρότυπο). Αυτή η στάση ριζώνει μέσα μας εξαιτίας της συναισθηματικής χειραγώγησης που υφιστάμεθα. Όταν οι γονείς μας, για παράδειγμα, εκφράζανε θαυμασμό για τον απουσιολόγο της τάξης μας, εμείς σαν παιδιά εισπράτταμε ότι «θα σε αγαπώ πιο πολύ αν γίνεις απουσιολόγος». Έτσι, μεγαλώνουμε με τη νοοτροπία ότι θα κερδίσουμε την αποδοχή και την αγάπη των γύρω μας όταν έχουμε κάποια προσόντα ή όταν πετύχουμε κάποιους στόχους. Και παρόλο που στην εφηβεία όλοι αμφισβητούμε σε κάποιο βαθμό πρόσωπα και θεσμούς, η νοοτροπία παραμένει. Ακόμα και όταν προσπαθούμε να βαδίσουμε το δικό μας δρόμο, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ενδόμυχα ότι αν δεν πληρούμε κάποια προσόντα θα χάσουμε την αποδοχή των άλλων. Κάπως έτσι αρχίζουμε να συμβιβαζόμαστε με αυτό που οι «άλλοι» περιμένουν, ή ακόμη χειρότερα με αυτό που εμείς νομίζουμε ότι οι άλλοι περιμένουν από εμάς, από τα πιο μικρά πράγματα, όπως το ντύσιμό μας, μέχρι και τα πιο σημαντικά, όπως οι επαγγελματικές μας επιλογές. Και ξεχνάμε ότι κάποια στιγμή θα έρθει το τέλος, ότι δεν θα ζήσουμε για πάντα, ότι δεν θα έχουμε κάποιο «αύριο» για να διορθώσουμε τα πράγματα, και τα όνειρά μας θα παραμείνουν όνειρα αν δεν αρχίσουμε να τα κυνηγάμε, όχι γιατί πρέπει ή επειδή το οφείλουμε σε κάποιον, αλλά για τη δική μας ευτυχία. Αντίθετα, αν συνειδητοποιήσουμε ότι κάποια στιγμή αυτή η ζωή τελειώνει, ίσως καταφέρουμε να δούμε πιο καθαρά τα πράγματα και να απαντήσουμε ειλικρινάστο ερώτημα: Ζω τη ζωή που έχω επιλέξει; Τι θέλω στ’ αλήθεια να κάνω με τη ζωή μου; Και εντέλει, ποιος πραγματικά είμαι;

«Μακάρι να μην είχα δουλέψει τόσο πολύ!»

Αν δεν προερχόταν από τα χείλη ενός μελλοθάνατου ηλικιωμένου αυτό το παράπονο, μπορεί να ακουγόταν προσβλητικό για εμάς που ζούμε σε μια χώρα με τόση ανεργία.  Μιλώντας με την Ware ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι εξέφραζαν το παράπονο ότι επειδή ακριβώς ξόδευαν πάρα πολύ χρόνο στη δουλειά τους, δεν αφιέρωσαν όσο χρόνο θα ήθελαν στους ανθρώπους που αγαπούσαν. Καθώς διάβαζα αυτά τα δεδομένα, σκεφτόμουν πόσο μεγάλη σημασία πράγματι αποδίδουμε στη δουλειά. Η «καλή δουλειά» είναι η σταθερή ευχή κάθε Έλληνα γονιού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη ερώτηση που κάνουμε σε κάποιον είναι «με τι ασχολείται», περιμένοντας το επάγγελμά του να τον προσδιορίσει στα μάτια μας ως άτομο. Μήπως όμως κι εμείς οι ίδιοι δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε μέσα από τη δουλειά μας, δείχνοντας με τον «τίτλο» μας τι κάνουμε και, έμμεσα, τι αξίζουμε; Κατά πόσο όμως η δουλειά μας ή –στις μέρες μας– η απουσία της θα έπρεπε να μας προσδιορίζει σε τέτοιο βαθμό; Πόσο μάλλον που ακόμη και η επιλογή επαγγέλματος σπάνια περνάει μέσα από κάποια διαδικασία αυτογνωσίας, αλλά αντίθετα αποτελεί μια συνάρτηση των σχολικών επιδόσεων και των επιλογών του περίγυρου; Για τον περισσότερο κόσμο σίγουρα η δουλειά του δεν λέει στην πραγματικότητα πολλά για το ποιος στ΄ αλήθεια είναι. Αλλά ακόμη κι όταν το επάγγελμα που κάνουμε μάς εκφράζει βαθιά, δεν αποτελεί παρά ένα μέρος της συνολικής μας ταυτότητας – μιας ταυτότητας που η προσκόλληση στο υλικό επίπεδο κάνει ολοένα δυσκολότερο να ανακαλύψουμε.

Close

Cart

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.