Ένα πρωί, αφού τελείωσε το διαλογισμό του, ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα σκορπιό να επιπλέει αβοήθητος στο νερό. Μόλις το ρεύμα τον έφερε πιο κοντά σε ένα δέντρο, ο γέροντας γρήγορα ανέβηκε σε μια ρίζα που κρεμιόταν πάνω από το ποτάμι και άπλωσε το χέρι του για να σώσει το πλάσμα που πνιγόταν. Μόλις όμως το άγγιξε, ο σκορπιός τον τσίμπησε. Αυτόματα ο γέροντας τράβηξε το χέρι του.
Ένα λεπτό αργότερα, αφού είχε ανακτήσει την ισορροπία του, τεντώθηκε πάλι πάνω στη ρίζα και προσπάθησε ξανά να σώσει το σκορπιό. Αυτή τη φορά το τσίμπημα ήταν τόσο δυνατό και το δηλητήριο τόσο φαρμακερό που το χέρι του άντρα πρήστηκε και μάτωσε, και το πρόσωπό του συσπάστηκε από τον πόνο.
Εκείνη τη στιγμή, ένας περαστικός είδε τον γέροντα ξαπλωμένο πάνω στη ρίζα να πασχίζει να σώσει το σκορπιό και του φώναξε: «Ανόητε γέροντα, τι έχεις πάθει; Μόνο ένας χαζός θα διακινδύνευε τη ζωή του για χάρη ενός τόσο άσχημου και κακού πλάσματος. Δεν ξέρεις ότι μπορεί να πεθάνεις προσπαθώντας να σώσεις αυτόν τον αχάριστο σκορπιό;»
Ο γέροντας γύρισε προς το μέρος του και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, απάντησε ήρεμα: «Φίλε μου, το ότι είναι στη φύση του σκορπιού να τσιμπάει, δεν σημαίνει ότι εγώ θα πάω αντίθετα στη δική μου φύση να σώζω».
*Από το βιβλίο 100+1 Σοφές Ιστορίες της Ανατολής, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρχέτυπο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: | ||||
![]() ![]() ![]() |
![]() ![]() ![]() |
![]() ![]() ![]() |
||
{socialsharebuttons}