της Άλκηστης Κελεσίδη
Ποιος είσαι; Πάω στοίχημα πως (νομίζεις ότι) ξέρεις. Θα μου πεις, είμαι ο τάδε, με λένε έτσι ή αλλιώς, είμαι τούτο, κείνο. Ξέρεις κάτι όμως; Αυτό που ισχυρίζεσαι πως είσαι είναι λειψό. Βλέπεις, μπορεί να νομίζεις ότι είσαι αυτό που μόλις περιέγραψες, μέσα σου όμως υπάρχουν μυριάδες εαυτοί, άλλοι μεγάλοι κι άλλοι μικροί, άλλοι φωνακλάδες κι άλλοι λιγόλογοι. Και καθένας τους εκφράζεται κατά πώς τον βολεύει. Ο εαυτός είναι πολύπλευρος και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως.
Κι εγώ, τι ρόλο παίζω δηλαδή; Ο ρόλος ο δικός μου είναι κατά πρώτον να εντοπίσω τις πλευρές μου, να τις μελετήσω κι ύστερα, το πιο βασικό ίσως, να τις αποδεχτώ. Χωρίς αποδοχή δουλειά δεν γίνεται. Όποιο κομμάτι μου απαρνηθώ (ίσως επειδή δεν μου αρέσει και δεν τολμώ ούτε καν να το παραδεχτώ), πεισμώνει. Η άρνησή μου να το δω δεν το εξαφανίζει. Ίσα-ίσα. Θα βρει διέξοδο, και μάλιστα με τρόπο που θα με εκπλήξει.
Για να μη με πιάσει απροετοίμαστη λοιπόν, μήπως είναι καλύτερα να μάθω ποιο είναι, αν έχει όνομα, με ποιους τρόπους εκφράζεται, τι θέλει να μου πει;
Οι πολυάριθμες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης –οι μυριάδες εαυτοί– δεν είναι κοινοί σε όλους. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένοι που τους μοιραζόμαστε. Οι αρχετυπικοί αυτοί εαυτοί είναι το Παιδί, το Θύμα, η Πόρνη και ο Σαμποτέρ, και αυτό που στην ιδανική περίπτωση εξυπηρετούν, είναι η επιβίωσή μας.
Τελευταία, το αρχέτυπο που με απασχολεί είναι ο Σαμποτέρ. Προβληματίστηκα αρκετά μέχρι να τον αναγνωρίσω. Είναι το κομμάτι μέσα μου που πισωγυρίζει και κολλάει στο παρελθόν, που σκέφτεται το μέλλον και πεισμώνει, που επικρίνει, μέμφεται, κουτσομπολεύει, αναβάλλει, ξεκινά και δεν ολοκληρώνει, που αποζητά απεγνωσμένα την αποδοχή, που δυσπιστεί και απελπίζεται, που αυτοκαταστρέφεται, τσακώνεται, παραπονιέται, μιλά και σκέφτεται αρνητικά, υπονομευτικά, περιοριστικά. Με λίγα λόγια, φαίνεται να φοβάται. Η αντιπαράθεση μαζί του είναι εξουθενωτική.
Την πρώτη φορά που εντόπισα τον Σαμποτέρ ήταν με μια νέα συνεργασία. «Τι πας να κάνεις τώρα;» Η φωνή μέσα στο κεφάλι μου με ξάφνιασε. Πράγματι, τι πήγαινα να κάνω; Είχα παραδώσει μια εργασία και προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον υπεύθυνο του λογιστηρίου. Μετά από δυο-τρία άκαρπα τηλεφωνήματα, άρχισα να σιγοβράζω. «Μήπως με εξαπατήσουν;», «Μήπως καθυστερήσουν την πληρωμή;», «Μήπως… μήπως…»
Σιγά-σιγά η οργή μέσα μου θέριεψε. Την τέταρτη μέρα ήμουν πια έτοιμη να εκραγώ. Ευτυχώς, καθώς ετοιμαζόμουν να απλώσω το χέρι στο ακουστικό για να τους τα ψάλλω, η φωνή μου έκοψε τη φόρα. «Τι πας να κάνεις; Μόλις ξεκίνησε η συνεργασία σου μαζί τους, δεν έχουν καλά-καλά περάσει δυο εβδομάδες από τότε που παρέδωσες. Ξέρεις πολύ καλά ότι οι πληρωμές γίνονται μετά από 20 μέρες. Γιατί βιάζεσαι;» Κοκάλωσα.
Σήμερα πάλι το πρωί, έπρεπε να σηκωθώ πιο νωρίς για να βρίσκομαι στις 9 στο κτήμα μιας φίλης για να τη βοηθήσω να μαζέψει τις ελιές της. Ξύπνησα στις 6 και με το που άνοιξα τα μάτια, άρχισε το παραμιλητό: «Πού να τρέχεις τώρα… Τι το ’θελες; Το σκυλί θα μείνει μόνο του πολλές ώρες. Άσε που μπορεί να βρέξει!» Μα είναι δυνατόν; Την περίμενα πώς και πώς αυτή τη μέρα στην εξοχή!