του Στέφανου Ελμάζη
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΑΒΑΤΟΝ, είχα γράψει πως «όλες μας οι σκέψεις, οι συμπεριφορές και οι δράσεις καθορίζονται από την ψυχική μας κατάσταση. Ανάλογα με το πώς νιώθουμε συναισθηματικά κάθε στιγμή, τραβιόμαστε προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, λέμε τούτο ή εκείνο, κάνουμε το ένα ή το άλλο. Οι τρόποι που εκδηλωνόμαστε γίνονται συνήθειες, και οι συνήθειες χαρακτήρας και τελικά μοίρα. Οι συμπεριφορές μας παγιώνονται και σταδιακά γίνονται μια θηλιά που μας πνίγει.
»Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Αλλά, εάν το αντιληφθούμε, εάν νιώσουμε βαθιά μέσα μας ότι η κατάσταση αρχίζει να ‘πιάνει πάτο’, τότε εμφανίζεται μια άλλη δυνατότητα: να πάμε ‘κόντρα στο ρεύμα’». Φαίνεται πως η παράγραφος αυτή προξένησε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν κρίνω από τις ερωτήσεις των φίλων που επικοινώνησαν μαζί μου, ζητώντας περαιτέρω διευκρινίσεις: τι σημαίνει «πάω κόντρα στο ρεύμα»;
Στη δική μου αντίληψη, η όποια αλλαγή δεν μπορεί παρά να ξεκινάει από το άτομο, από τον εαυτό μας. Αν θέλουμε να αλλάξει η κοινωνία, πρέπει να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι – ή έστω ένας κρίσιμος αριθμός ανθρώπων.
Η άποψη αυτή διατρέχει σχεδόν κάθε κείμενο που εμφανίζεται σε τούτη εδώ τη στήλη, αλλά και συνιστά τον πυρήνα της φιλοσοφίας αυτού του περιοδικού. Μιλάμε για μια εσωτερική αλλαγή, που αφορά και απευθύνεται στον ίδιο μας τον εαυτό: για μια εσωτερική και όχι εξωτερική επανάσταση.
Το ότι «πιάσαμε πάτο» ως κοινωνία είναι ένα γεγονός μάλλον αδιαμφισβήτητο. Τα προβλήματα μοιάζουν άλυτα. Πίσω όμως από αυτό το γεγονός, υπάρχει μια άλλη αλήθεια: είμαστε σε αδιέξοδο εμείς οι ίδιοι. Ο «πάτος» είναι προσωπικός και έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που αντανακλάται σε ολόκληρη την κοινωνία.
Όσο και να θέλουμε να το κρύψουμε, όσο και να θέλουμε να μπαλώνουμε το πρόβλημα με διάφορους τρόπους ή να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους, υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε ότι πίσω από όλα αυτά που λέμε και κάνουμε, πίσω από τους ρόλους που παίζουμε στη ζωή μας, υπάρχει ένα άλυτο κάτι.
Μόλις πάμε να αγγίξουμε αυτό το άλυτο κάτι, μόλις νιώσουμε να πλησιάζει μια τέτοια στιγμή μεγαλύτερης αλήθειας για τον εαυτό μας, το βάζουμε στα πόδια. Αυτή είναι η συνήθης τακτική μας. Εμπιστευόμαστε ακόμη περισσότερο τους εξωτερικούς μας ρόλους, μπας και αντλήσουμε από εκεί τη χαρά, όμως αντίθετα, μετά από λίγο νιώθουμε πιο φυλακισμένοι, καθώς οι ρόλοι που παίζουμε (ασυνείδητα) στραγγίζουν όλη μας την ενέργεια και μας κόβουν τη θέα από το δρόμο που οδηγεί στην αληθινή πηγή της χαράς.
Λειτουργώντας έτσι, πηγαίνουμε με το ρεύμα. Το ρεύμα μάς πάει όπου θέλει.