Μια μέρα ο Ναστραντίν Χότζας έκοβε ξύλα δίπλα στο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του. Μετά από λίγο ένας άνδρας φάνηκε στο δρόμο, βαδίζοντας με κατεύθυνση προς το χωριό του Χότζα. Πλησιάζοντας, ο ξένος ρώτησε τον Χότζα: «Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ, πόση ώρα θέλω για να φτάσω στο χωριό;»
Ο Χότζας τον άκουσε, κοίταξε το δρόμο προς το χωριό του, και δεν είπε τίποτε. Έτσι, ο άνδρας μην παίρνοντας απάντηση, τον ξαναρώτησε φωνάζοντας δυνατότερα αυτή τη φορά: «Πόση ώρα θα κάνω μέχρι το χωριό;»
Όμως ο Χότζας ούτε αυτή τη φορά απάντησε, οπότε ο άνδρας φωνάζοντας ακόμη πιο δυνατά, σχεδόν ουρλιάζοντας, τον ξαναρώτησε: «Εεε!, πόση ώρα θέλω μέχρι να φτάσω στο χωριοοοό;;;»
Βλέποντας τον Χότζα να μην απαντάει ούτε και τώρα, ο άνδρας σκέφτηκε ότι μάλλον θα ήταν κουφός, οπότε δεν είχε νόημα να συνεχίσει να τον ρωτάει. Έτσι, ξεκίνησε προς το χωριό βαδίζοντας γρήγορα. Ο Χότζας, τον κοίταξε για λίγο καθώς ξεμάκραινε και μετά του φώναξε: «Θα σου πάρει περίπου μια ώρα!»
Ο άνδρας ξαφνιάστηκε και του φώναξε οργισμένος: «Και γιατί άνθρωπέ μου δεν μου το ‘λεγες τόση ώρα;»
«Γιατί ήθελα να δω πρώτα πόσο γρήγορα ήσουν αποφασισμένος να βαδίσεις…» απάντησε ο Χότζας.
{socialsharebuttons}