του Jacob Needleman
Γευματίζω μ’ έναν ιδιοφυή και αφοσιωμένο στην επιστήμη του γιατρό. Όταν κάνω μια παρατήρηση για την επιτυχία της δουλειάς του, ξαφνικά τα μάτια του πλημμυρίζουν με δάκρυα! Να οφείλεται άραγε η εκδήλωση αυτή ευαισθησίας στο ότι είναι βαθιά και συναισθηματικά δεμένος με τη δουλειά του ή με τους ασθενείς του; Όχι ακριβώς. Ακουμπάει το φλιτζάνι του στο τραπέζι και με φωνή τρεμουλιαστή από την απόγνωση και το θυμό, λέει: «Δεν έχω χρόνο».
Κουνώ το κεφάλι με κατανόηση. Αλλά αυτός συνεχίζει:
«Δεν καταλαβαίνεις. Δεν έχω χρόνο! Είμαι παθολογικά πολυάσχολος. Είναι πέρα από κάθε φαντασία. Σε τίποτα δεν μπορώ να αφιερώσω την προσοχή που χρειάζεται. Τίποτα δεν μπορώ να κάνω καλά. Ξυπνάω στη μέση της νύχτας και είμαι έτοιμος να καταρρεύσω. Στο μεταξύ όλο και περισσότεροι άνθρωποι στηρίζονται πάνω μου. Όλο και περισσότερα πράγματα, καλά πράγματα, σημαντικά πράγματα, συνεχίζουν να κατευθύνονται προς το μέρος μου. Κάθε ένα απ’ αυτά αξίζει να έχει όλη την προσοχή μου και απαιτεί από μένα χρόνο…»
Ο φίλος μου εξακολουθεί να μιλά. Δεν μπορώ να τον διακόψω έστω μια στιγμή, για να του πω: «Ναι, σε καταλαβαίνω. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα».
Τη στιγμή εκείνη εμφανίζεται ένας παλιός μου φίλος, που διευθύνει μια γκαλερί. Πάντα θαύμαζα τη στάση του απέναντι στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής. Τις αντιμετώπιζε με σπάνια αυτοκυριαρχία. Δεν έχουν περάσει έξι μήνες από τότε που τον είδα για τελευταία φορά αλλά τώρα, μόλις ανταλλάσσουμε τις συνηθισμένες ερωτήσεις περί υγείας και ζωής, εκείνος μιλά με ένα πρωτόφαντο για αυτόν άγχος: «Αισθάνομαι ότι έχω πουλήσει την ψυχή μου στο Διάβολο», λέει. «Πρέπει να ηρεμήσω οπωσδήποτε. Δεν πρέπει να ταξιδεύω τόσο πολύ. Να μην κάνω τόσο πολλά πράγματα. Πίστεψέ με, δεν αντέχω άλλο».
Ο άνθρωπος αυτός είναι ό,τι ο κόσμος θα θεωρούσε ένα δυνατό, ισορροπημένο άτομο, ακριβώς όπως κι ο γιατρός που ανάφερα πριν από λίγο. Θα μπορούσα να αναφερθώ σε χιλιάδες άλλα παραδείγματα – άνδρες, γυναίκες, παιδιά! Πλούσιοι, φτωχοί, μεσοαστοί. Στην Αμερική, την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική.
Δεν μιλώ για εύθραυστους ανθρώπους, που τους λείπει αυτό που θεωρούμε δύναμη της θέλησης, ευρυμάθεια, βάθος της σκέψης και ευαισθησία. Δεν μιλώ για ανθρώπους που τους κατατρώει η προσωπική φιλοδοξία, ή που για βασικό τους στόχο έχουν να πλουτίσουν ή να γίνουν πιο «αποτελεσματικοί».
Πιστεύω πως μιλώ για μερικούς από τους πιο αφοσιωμένους και ταλαντούχους ανθρώπους της κοινωνίας μας – ιδιαίτερα ικανά άτομα, που ενδιαφέρονται πολύ για τους άλλους και που πρόθυμα θυσιάζουν το δικό τους συμφέρον για το καλό των άλλων.
Και μιλώ για ανθρώπους που, κάτω από όλα αυτά, ψάχνουν για την Αλήθεια, την Αλήθεια που υπερβαίνει τον πλούτο, την ασφάλεια και την αρετή, που προσφέρει ο κόσμος αυτός. Πολλοί ακολουθούν τη μια ή την άλλη πνευματική πρακτική, άλλοι απ’ αυτούς όχι. Θα μπορούσε όμως κανείς να πει ότι κανένας τους δεν πιστεύει πραγματικά στον κόσμο, έτσι όπως αυτός παρουσιάζεται ότι είναι.
Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα ο ισχυρισμός, πως όλοι αυτοί υποπτεύονται. Υποπτεύονται… ότι υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό πίσω από τα φαινόμενα του κόσμου μας, πίσω από τη δική τους εξωτερική παρουσία. Δεν τους τρελαίνει μόνον ο ρυθμός της ζωής τους αλλά και η συναίσθηση ότι δεν ζουν τη ζωή τους. Παρόλο που έχουν τις ευγενέστερες προθέσεις του κόσμου και καταβάλλουν τις καλύτερες προσπάθειες, έχουν –χωρίς να ξέρουν πώς– οδηγηθεί σε μια ψεύτικη ζωή. Η ζωή που ζουν, δεν είναι η δική τους.
Πώς συνέβη αυτό; Τι σημαίνει; Είναι δυνατόν ο μοναδικός λόγος που ο χρόνος πήρε τη μορφή που έχει τώρα να είναι το γεγονός ότι η ζωή μας βουλιάζει στο ψέμα;
Ίσως μπορέσω να δω μια άκρη αυτής της παράξενης αλήθειας, αν κοιτάξω βαθιά μέσα στα μάτια του γιατρού. Ξέρω πως οι μεγάλες κρίσεις της ζωής μου έδειξαν ότι ζω μέσα σε ψέματα – σχετικά με τον εαυτό μου, τις σχέσεις μου, τις ικανότητες και τις δυνατότητές μου. Δεν διακρίνω όμως πολύ καθαρά τα ψέματα αυτά, τα διαισθάνομαι μόνο. Ξέρω ότι είναι εκεί. Μήπως ο χρόνος τρέχει, γιατί λέω ψέματα στον εαυτό μου;